οικοπεδικός

οικοπεδικός
-ή, -ό (Α οἰκοπεδικός, -ή, -όν) [οικόπεδον]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» — μονάδα μήκους).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”